οἰκτρόβιος: Difference between revisions

From LSJ

ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.

Source
(6_17)
(28)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''οἰκτρόβιος''': -ον, ὁ διάγων βίον οἰκτρόν, οἴκτου ἄξιον, Παῦλ. Ἀλεξ. 4, Τζέτζ, εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 13. Gaisf.
|lstext='''οἰκτρόβιος''': -ον, ὁ διάγων βίον οἰκτρόν, οἴκτου ἄξιον, Παῦλ. Ἀλεξ. 4, Τζέτζ, εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 13. Gaisf.
}}
{{grml
|mltxt=[[οἰκτρόβιος]], -ον (ΑΜ)<br />αυτός που διάγει άθλιο βίο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἰκτρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βίος]]), <b>πρβλ.</b> <i>λιτό</i>-<i>βιος</i>, <i>μακρό</i>-<i>βιος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:07, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκτρόβῐος Medium diacritics: οἰκτρόβιος Low diacritics: οικτρόβιος Capitals: ΟΙΚΤΡΟΒΙΟΣ
Transliteration A: oiktróbios Transliteration B: oiktrobios Transliteration C: oiktrovios Beta Code: oi)ktro/bios

English (LSJ)

ον,

   A leading a pitiable life, Paul.Al.N.3.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκτρόβιος: -ον, ὁ διάγων βίον οἰκτρόν, οἴκτου ἄξιον, Παῦλ. Ἀλεξ. 4, Τζέτζ, εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 13. Gaisf.

Greek Monolingual

οἰκτρόβιος, -ον (ΑΜ)
αυτός που διάγει άθλιο βίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκτρός + -βιος (< βίος), πρβλ. λιτό-βιος, μακρό-βιος].