ὁμοτελής: Difference between revisions
From LSJ
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
(6_8) |
(28) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁμοτελής''': -ές, ὁ τὰ αὐτὰ τέλη τελῶν [[μετὰ]] τῶν ἄλλων, [[ἰσοτελής]], [[Πολυδ]]. Γ΄, 56, Ἡσύχ. | |lstext='''ὁμοτελής''': -ές, ὁ τὰ αὐτὰ τέλη τελῶν [[μετὰ]] τῶν ἄλλων, [[ἰσοτελής]], [[Πολυδ]]. Γ΄, 56, Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές (ΑΜ [[ὁμοτελής]], -ές)<br />αυτός που πληρώνει τα [[ίδια]] [[τέλη]], τους ίδιους φόρους με άλλον ή με άλλους, [[ισοτελής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέλος]] «[[φόρος]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ισο</i>-<i>τελής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:09, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A paying the same taxes, Poll.3.56, Hsch. ; ὁ. πόλις SIG581.62 (Hierapytna, iii/ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 340] ές, dieselben Abgaben entrichtend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοτελής: -ές, ὁ τὰ αὐτὰ τέλη τελῶν μετὰ τῶν ἄλλων, ἰσοτελής, Πολυδ. Γ΄, 56, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ ὁμοτελής, -ές)
αυτός που πληρώνει τα ίδια τέλη, τους ίδιους φόρους με άλλον ή με άλλους, ισοτελής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -τελής (< τέλος «φόρος»), πρβλ. ισο-τελής].