ὁμοτέρμων: Difference between revisions

From LSJ

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482
(6_18)
(28)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁμοτέρμων''': -ον, ὁ ἔχων τὰ αὐτὰ σύνορα, συνορεύων μετά τινος, [[ὅμορος]], [[μήτε]] γείτονος [[μήτε]] ὁμ. Πλάτ. Νόμ. 842Ε, πρβλ. Διον. Ἁλ. 1. 9, 26. κτλ.· ὁμ. τινὸς Ποιητ. παρὰ τῷ Σχολ. Ἀπολλ. Ροδ. Α΄, 419· τινὶ Ἀθήν. 625F.
|lstext='''ὁμοτέρμων''': -ον, ὁ ἔχων τὰ αὐτὰ σύνορα, συνορεύων μετά τινος, [[ὅμορος]], [[μήτε]] γείτονος [[μήτε]] ὁμ. Πλάτ. Νόμ. 842Ε, πρβλ. Διον. Ἁλ. 1. 9, 26. κτλ.· ὁμ. τινὸς Ποιητ. παρὰ τῷ Σχολ. Ἀπολλ. Ροδ. Α΄, 419· τινὶ Ἀθήν. 625F.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὁμοτέρμων]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει τα [[ίδια]] [[σύνορα]], αυτός που συνορεύει με άλλον, [[γειτονικός]] («Ἰουδαίης ὁμοτέρμονα γαῑαν», <b>Νόνν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[τέρμων]], -<i>ονος</i> «όριο, [[σύνορο]]» (<b>πρβλ.</b> <i>κακο</i>-[[τέρμων]])].
}}
}}

Revision as of 12:09, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοτέρμων Medium diacritics: ὁμοτέρμων Low diacritics: ομοτέρμων Capitals: ΟΜΟΤΕΡΜΩΝ
Transliteration A: homotérmōn Transliteration B: homotermōn Transliteration C: omotermon Beta Code: o(mote/rmwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A having the same borders, marching with another, μήτε γείτονος μήτε ὁ. Pl.Lg.842e, cf. D.H.1.9,26, al. ; ὁμοτέρμονα νῆσον Σικελίης Nic.Fr.5, cf. Scyl.22 ; τινι Ath.14. 625f.

German (Pape)

[Seite 340] ον, zusammengrenzend, Grenznachbar; μήτε οἰκείου πολίτου γείτονος, μήτε ὁμοτέρμονος, Plat. Legg. VIII, 842 e; Sp., wie D. Hal.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοτέρμων: -ον, ὁ ἔχων τὰ αὐτὰ σύνορα, συνορεύων μετά τινος, ὅμορος, μήτε γείτονος μήτε ὁμ. Πλάτ. Νόμ. 842Ε, πρβλ. Διον. Ἁλ. 1. 9, 26. κτλ.· ὁμ. τινὸς Ποιητ. παρὰ τῷ Σχολ. Ἀπολλ. Ροδ. Α΄, 419· τινὶ Ἀθήν. 625F.

Greek Monolingual

ὁμοτέρμων, -ον (Α)
αυτός που έχει τα ίδια σύνορα, αυτός που συνορεύει με άλλον, γειτονικός («Ἰουδαίης ὁμοτέρμονα γαῑαν», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + τέρμων, -ονος «όριο, σύνορο» (πρβλ. κακο-τέρμων)].