ὀνομαστής: Difference between revisions

From LSJ

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
(6_19)
(29)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀνομαστής''': -οῦ, ὁ, ὁ ὀνομάζων, ὁ δίδων [[ὄνομα]], Γλωσσ.
|lstext='''ὀνομαστής''': -οῦ, ὁ, ὁ ὀνομάζων, ὁ δίδων [[ὄνομα]], Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀνομαστής]], ὁ (Μ) [[ονομάζω]]<br />αυτός που δίνει όνομα, που ονομάζει.
}}
}}

Revision as of 12:09, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνομαστής Medium diacritics: ὀνομαστής Low diacritics: ονομαστής Capitals: ΟΝΟΜΑΣΤΗΣ
Transliteration A: onomastḗs Transliteration B: onomastēs Transliteration C: onomastis Beta Code: o)nomasth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A autumator, Gloss.    II ὀ. τῆς δεκαπρωτείας Κυρίλλου nominator of C. for the δεκαπρωτεία, BGU96.9 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 349] ὁ, der Benennende, Nennende (?).

Greek (Liddell-Scott)

ὀνομαστής: -οῦ, ὁ, ὁ ὀνομάζων, ὁ δίδων ὄνομα, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ὀνομαστής, ὁ (Μ) ονομάζω
αυτός που δίνει όνομα, που ονομάζει.