ὀρθόκωλος: Difference between revisions
From LSJ
Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)
(6_17) |
(29) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀρθόκωλος''': -ον, ὁ ἔχων ὀρθά, σκληρὰ [[μέλη]], Γαλην. | |lstext='''ὀρθόκωλος''': -ον, ὁ ἔχων ὀρθά, σκληρὰ [[μέλη]], Γαλην. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀρθόκωλος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει άκαμπτα, τεντωμένα σκέλη, [[ορθόκυλλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κωλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κῶλον]] «[[σκέλος]]»), <b>πρβλ.</b> <i>μακρό</i>-<i>κωλος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:10, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A with limbs fixed in extended position, ib.623 ; ἵπποι τὰ γόνατα ἔχοντες σκληρὰ καὶ ὅμοια τοῖς ὀρθοκοίλοις (sic) Hippiatr.115.
German (Pape)
[Seite 375] mit graden, steifgewordenen Gliedern, die nicht mehr gekrümmt werden können, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρθόκωλος: -ον, ὁ ἔχων ὀρθά, σκληρὰ μέλη, Γαλην.
Greek Monolingual
ὀρθόκωλος, -ον (Α)
αυτός που έχει άκαμπτα, τεντωμένα σκέλη, ορθόκυλλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -κωλος (< κῶλον «σκέλος»), πρβλ. μακρό-κωλος].