ὀρφοβότης: Difference between revisions
From LSJ
(6_19) |
(29) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀρφοβότης''': -ου, ὁ, = [[ὀρφανοτρόφος]], καὶ ὀρφοβοτία, ἡ, ἡ φροντὶς καὶ ἀγωγὴ ὀρφανῶν, Ἡσύχ., [[ὅστις]] μνημονεύει καὶ ὤρφωσεν [[ὅπερ]] ἑρμηνεύει: ὠρφάνισεν. | |lstext='''ὀρφοβότης''': -ου, ὁ, = [[ὀρφανοτρόφος]], καὶ ὀρφοβοτία, ἡ, ἡ φροντὶς καὶ ἀγωγὴ ὀρφανῶν, Ἡσύχ., [[ὅστις]] μνημονεύει καὶ ὤρφωσεν [[ὅπερ]] ἑρμηνεύει: ὠρφάνισεν. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀρφοβότης]], ὁ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[επίτροπος]] ορφανών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀρφος</i> (<b>βλ. λ.</b> [[ορφανός]]) <span style="color: red;">+</span> -[[βότης]] (<span style="color: red;"><</span> [[βόσκω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ιππο</i>-[[βότης]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:11, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A = ὀρφανοτρόφος, and ὀρφο-βοτία, ἡ, the care or education of orphans, Hsch., who also cites ὤρφωσεν (fr. ὀρφόω) for ὠρφάνισεν.
German (Pape)
[Seite 389] ὁ, für ὀρφανοβότης, = ὀρφανοτρόφος, Hesych. erkl. ἐπίτροποι ὀρφανῶν.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρφοβότης: -ου, ὁ, = ὀρφανοτρόφος, καὶ ὀρφοβοτία, ἡ, ἡ φροντὶς καὶ ἀγωγὴ ὀρφανῶν, Ἡσύχ., ὅστις μνημονεύει καὶ ὤρφωσεν ὅπερ ἑρμηνεύει: ὠρφάνισεν.
Greek Monolingual
ὀρφοβότης, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) επίτροπος ορφανών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρφος (βλ. λ. ορφανός) + -βότης (< βόσκω), πρβλ. ιππο-βότης].