ὀφείδιον: Difference between revisions

From LSJ

Γίνωσκε σαυτὸν νουθετεῖν, ὅπου τρέχεις → Quo curras, animum advertere usque memineris → Mach mit Bedacht dir klar, an welchem Ort du läufst

Menander, Monostichoi, 82
(6_1)
(30)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀφείδιον''': (ἢ ὀφίδ- κατ’ Ἀττ. Ἐπιγρ.), τό, ὑποκορ. τοῦ [[ὄφις]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 29, 3, Στράβ. 706. ΙΙ. [[εἶδος]] ἰχθύος, Λατ. ophidium, Πλίν. 32. 53· ― «[[ὄφις]]· ποιὸς [[ἰχθὺς]]» Ἡσύχ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 379.
|lstext='''ὀφείδιον''': (ἢ ὀφίδ- κατ’ Ἀττ. Ἐπιγρ.), τό, ὑποκορ. τοῦ [[ὄφις]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 29, 3, Στράβ. 706. ΙΙ. [[εἶδος]] ἰχθύος, Λατ. ophidium, Πλίν. 32. 53· ― «[[ὄφις]]· ποιὸς [[ἰχθὺς]]» Ἡσύχ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 379.
}}
{{grml
|mltxt=το (ΑΜ [[ὀφείδιον]])<br /><b>βλ.</b> [[οφίδιο]](<i>ν</i>).
}}
}}

Revision as of 12:11, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 424] τό, wie ὀφίδιον, dim. von ὄφις, richtigere Form.

Greek (Liddell-Scott)

ὀφείδιον: (ἢ ὀφίδ- κατ’ Ἀττ. Ἐπιγρ.), τό, ὑποκορ. τοῦ ὄφις, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 29, 3, Στράβ. 706. ΙΙ. εἶδος ἰχθύος, Λατ. ophidium, Πλίν. 32. 53· ― «ὄφις· ποιὸς ἰχθὺς» Ἡσύχ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 379.

Greek Monolingual

το (ΑΜ ὀφείδιον)
βλ. οφίδιο(ν).