παικτός: Difference between revisions
From LSJ
φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft
(6_11) |
(30) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παικτός''': -ή, -όν, πρὸς ὃν δύναταί τις νὰ παίξῃ, [[ἁρμόδιος]] πρὸς εὐθυμίαν καὶ παιγνίδια, Ἐκκλ. | |lstext='''παικτός''': -ή, -όν, πρὸς ὃν δύναταί τις νὰ παίξῃ, [[ἁρμόδιος]] πρὸς εὐθυμίαν καὶ παιγνίδια, Ἐκκλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[παικτός]], -ή, -όν (ΑΜ) [[παίζω]]<br /><b>1.</b> αυτός με τον οποίο μπορεί να παίξει [[κάποιος]], αυτός που μπορεί να γίνεται [[αντικείμενο]] αστεϊσμού<br /><b>2.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «παίζει ἐν οὐ παικτοῑς» <br />α) γελοιοποιεί τα πολύ [[σοβαρά]]<br />β) παραγνωρίζει τον κίνδυνο που διατρέχει, παίρνει επιπόλαια [[κάτι]] το πολύ επικίνδυνο. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:12, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 442] gescherzt, scherzweis, scherzhaft, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παικτός: -ή, -όν, πρὸς ὃν δύναταί τις νὰ παίξῃ, ἁρμόδιος πρὸς εὐθυμίαν καὶ παιγνίδια, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
παικτός, -ή, -όν (ΑΜ) παίζω
1. αυτός με τον οποίο μπορεί να παίξει κάποιος, αυτός που μπορεί να γίνεται αντικείμενο αστεϊσμού
2. παροιμ. φρ. «παίζει ἐν οὐ παικτοῑς»
α) γελοιοποιεί τα πολύ σοβαρά
β) παραγνωρίζει τον κίνδυνο που διατρέχει, παίρνει επιπόλαια κάτι το πολύ επικίνδυνο.