πανθήρα: Difference between revisions
From LSJ
Ῥοπή ‘στιν ἡμῶν ὁ βίος, ὥσπερ ὁ ζυγός → Paulo momento, ut trutina, vita impellitur → Wie eine Waage hält das Leben Gleichgewicht
(6_11) |
(30) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πανθήρα''': ἡ, σύμπασα ἡ [[λεία]], Οὐλπιαν. ἐν τοῖς Πανδέκτ. ΙΙ. μέγα [[δίκτυον]], Ἀνθ. Π. 9. 24· panthera, Ἰταλ. pantera, Varro L. L. 9. 55. | |lstext='''πανθήρα''': ἡ, σύμπασα ἡ [[λεία]], Οὐλπιαν. ἐν τοῖς Πανδέκτ. ΙΙ. μέγα [[δίκτυον]], Ἀνθ. Π. 9. 24· panthera, Ἰταλ. pantera, Varro L. L. 9. 55. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>1.</b> η [[λεία]] του κυνηγού στο [[σύνολο]] της, ολόκληρη η [[λεία]] του κυνηγού<br /><b>2.</b> μεγάλο [[δίχτυ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[θήρα]] «[[κυνήγι]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:13, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ, a birdcatcher's
A whole (future) catch, Ulp. in Dig.19.1.11.18; cf. Lat. panthera, = rete aucupale, Gloss. (panther, = rete quoddam, Varro LL5.100).
German (Pape)
[Seite 460] ἡ, der ganze Fang, Pand.
Greek (Liddell-Scott)
πανθήρα: ἡ, σύμπασα ἡ λεία, Οὐλπιαν. ἐν τοῖς Πανδέκτ. ΙΙ. μέγα δίκτυον, Ἀνθ. Π. 9. 24· panthera, Ἰταλ. pantera, Varro L. L. 9. 55.
Greek Monolingual
ἡ, Α
1. η λεία του κυνηγού στο σύνολο της, ολόκληρη η λεία του κυνηγού
2. μεγάλο δίχτυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + θήρα «κυνήγι»].