παντοειδής: Difference between revisions

From LSJ

ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες → the eyes are more accurate witnesses than the ears, the eyes are more exact witnesses than the ears

Source
(6_8)
(30)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''παντοειδής''': -ές, παντὸς εἴδους, Οἰκουμέν. εἰς Ἀποκ., ἔκδ. Cramer σ. 240, 8.
|lstext='''παντοειδής''': -ές, παντὸς εἴδους, Οἰκουμέν. εἰς Ἀποκ., ἔκδ. Cramer σ. 240, 8.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΜ<br />ο [[κάθε]] είδους, [[παντοδαπός]], [[ποικίλος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παντοειδώς</i><br />με [[κάθε]] [[είδος]] ή με [[κάθε]] [[μορφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παντ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
}}
}}

Latest revision as of 12:13, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 464] ές, von aller Art, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παντοειδής: -ές, παντὸς εἴδους, Οἰκουμέν. εἰς Ἀποκ., ἔκδ. Cramer σ. 240, 8.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜ
ο κάθε είδους, παντοδαπός, ποικίλος.
επίρρ...
παντοειδώς
με κάθε είδος ή με κάθε μορφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + -ειδής].