παρδαλωτός: Difference between revisions
From LSJ
Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut
(Bailly1_4) |
(31) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />tacheté comme une panthère <i>ou</i> un léopard.<br />'''Étymologie:''' [[πάρδαλος]]. | |btext=ή, όν :<br />tacheté comme une panthère <i>ou</i> un léopard.<br />'''Étymologie:''' [[πάρδαλος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, ΝΑ [[πάρδαλις]]<br />[[ποικιλόχρωμος]], με στίγματα σαν της λεοπάρδαλης<br /><b>νεοελλ.</b><br />(το αρσ. ως ουσ. <b>ζωολ.</b> ο [[παρδαλωτός]]<br />[[γένος]] μικρόσωμων ωδικών πουλιών της οικογένειας oicaeidae της τάξης [[στρουθιόμορφα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:14, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A spotted like the pard, Luc.Bis Acc.8.
German (Pape)
[Seite 509] gepardelt, getigert, wie ein Panther gefleckt, καὶ κατεστιγμένος τὴν χρόαν, Luc. bis accus. 8.
Greek (Liddell-Scott)
παρδᾰλωτός: -ή, -όν, ὁ ἔχων στίγματα οἷα ἡ πάρδαλις, παρδαλός, κατεστιγμένοι καὶ παρδαλωτοὶ τὴν χρόαν Λουκ. Δὶς Κατηγ. 8.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
tacheté comme une panthère ou un léopard.
Étymologie: πάρδαλος.
Greek Monolingual
-ή, -όν, ΝΑ πάρδαλις
ποικιλόχρωμος, με στίγματα σαν της λεοπάρδαλης
νεοελλ.
(το αρσ. ως ουσ. ζωολ. ο παρδαλωτός
γένος μικρόσωμων ωδικών πουλιών της οικογένειας oicaeidae της τάξης στρουθιόμορφα.