παρεγγύη: Difference between revisions
From LSJ
Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang
(6_9) |
(31) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρεγγύη''': ἡ, [[διαταγή]], Ξενοφ. Ἀν. 6. 5, 13· ― περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Λοβεκ. Φρύνιχ. 302. | |lstext='''παρεγγύη''': ἡ, [[διαταγή]], Ξενοφ. Ἀν. 6. 5, 13· ― περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Λοβεκ. Φρύνιχ. 302. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και δωρ. τ. παρεγγύα, ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[εντολή]], [[διαταγή]] («ταχὺ ἀκούων τὴν παρεγγύην, ἐλαύνει», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[έφοδος]]<br /><b>3.</b> [[εγγύηση]] που κατέβαλλε ο συμβαλλόμενος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἐγγύη]] (<b>βλ.</b> και λ. [[εγγύη]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:14, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A command, X.An.6.5.13. 2 = allegatio, insinuatio, Gloss. II Dor. παρεγγύα, deposit paid by a contractor, IG42(1).109 ii 152 (Epid., iii B. C.).
Greek (Liddell-Scott)
παρεγγύη: ἡ, διαταγή, Ξενοφ. Ἀν. 6. 5, 13· ― περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Λοβεκ. Φρύνιχ. 302.
Greek Monolingual
και δωρ. τ. παρεγγύα, ἡ, Α
1. εντολή, διαταγή («ταχὺ ἀκούων τὴν παρεγγύην, ἐλαύνει», Ξεν.)
2. έφοδος
3. εγγύηση που κατέβαλλε ο συμβαλλόμενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἐγγύη (βλ. και λ. εγγύη)].