παρεγγύη

From LSJ

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρεγγῠη Medium diacritics: παρεγγύη Low diacritics: παρεγγύη Capitals: ΠΑΡΕΓΓΥΗ
Transliteration A: parengýē Transliteration B: parengyē Transliteration C: pareggyi Beta Code: pareggu/h

English (LSJ)

ἡ,
A command, X.An.6.5.13.
2 = allegatio, insinuatio, Glossaria
II Dor. παρεγγύα, deposit paid by a contractor, IG42(1).109 ii 152 (Epid., iii B. C.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-εγγύη -ης, ἡ bevel.

Russian (Dvoretsky)

παρεγγύη: v.l. παρεγγυή ἡ (передаваемая из уст в уста) команда, приказ по войскам Xen.

Greek (Liddell-Scott)

παρεγγύη: ἡ, διαταγή, Ξενοφ. Ἀν. 6. 5, 13· ― περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Λοβεκ. Φρύνιχ. 302.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. παρεγγύα, ἡ, Α
1. εντολή, διαταγή («ταχὺ ἀκούων τὴν παρεγγύην, ἐλαύνει», Ξεν.)
2. έφοδος
3. εγγύηση που κατέβαλλε ο συμβαλλόμενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἐγγύη (βλ. και λ. εγγύη)].

Greek Monotonic

παρεγγύη: ἡ, διαταγή, σε Ξεν.

Middle Liddell

παρ-εγγύη, ἡ,
a word of command passed on, Xen.