παρεγγύη

From LSJ

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρεγγῠη Medium diacritics: παρεγγύη Low diacritics: παρεγγύη Capitals: ΠΑΡΕΓΓΥΗ
Transliteration A: parengýē Transliteration B: parengyē Transliteration C: pareggyi Beta Code: pareggu/h

English (LSJ)

ἡ,
A command, X.An.6.5.13.
2 = allegatio, insinuatio, Glossaria
II Dor. παρεγγύα, deposit paid by a contractor, IG42(1).109 ii 152 (Epid., iii B. C.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-εγγύη -ης, ἡ bevel.

Russian (Dvoretsky)

παρεγγύη: v.l. παρεγγυή ἡ (передаваемая из уст в уста) команда, приказ по войскам Xen.

Greek (Liddell-Scott)

παρεγγύη: ἡ, διαταγή, Ξενοφ. Ἀν. 6. 5, 13· ― περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Λοβεκ. Φρύνιχ. 302.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. παρεγγύα, ἡ, Α
1. εντολή, διαταγή («ταχὺ ἀκούων τὴν παρεγγύην, ἐλαύνει», Ξεν.)
2. έφοδος
3. εγγύηση που κατέβαλλε ο συμβαλλόμενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἐγγύη (βλ. και λ. εγγύη)].

Greek Monotonic

παρεγγύη: ἡ, διαταγή, σε Ξεν.

Middle Liddell

παρ-εγγύη, ἡ,
a word of command passed on, Xen.