παρθενοπρεπής: Difference between revisions
From LSJ
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
(6_7) |
(31) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρθενοπρεπής''': -ές, ὁ ἁρμόζων εἰς τὰς παρθένους, Εὐσταθ. Πονημάτ. 264. 29. | |lstext='''παρθενοπρεπής''': -ές, ὁ ἁρμόζων εἰς τὰς παρθένους, Εὐσταθ. Πονημάτ. 264. 29. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, Μ<br />αυτός που αρμόζει σε παρθένο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παρθενοπρεπῶς</i> Μ<br />με τρόπο που αρμόζει σε παρθένο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παρθένος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πρεπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρέπω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ανδρο</i>-<i>πρεπής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:14, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 521] ές, für Jungfrauen sich passend, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
παρθενοπρεπής: -ές, ὁ ἁρμόζων εἰς τὰς παρθένους, Εὐσταθ. Πονημάτ. 264. 29.
Greek Monolingual
-ές, Μ
αυτός που αρμόζει σε παρθένο.
επίρρ...
παρθενοπρεπῶς Μ
με τρόπο που αρμόζει σε παρθένο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος + -πρεπής (< πρέπω), πρβλ. ανδρο-πρεπής].