παταγώδης: Difference between revisions

From LSJ

Γαμεῖν δὲ μέλλων βλέψον εἰς τοὺς γείτονας → Quaeris maritus esse? Vicinos vide → Auf deine Nachbarn sieh, wenn du an Hochzeit denkst

Menander, Monostichoi, 103
(6_8)
 
(31)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''παταγώδης''': -ες, ὁ ποιῶν πάταγον, [[θορυβώδης]], ὕποπτ. [[λέξις]], Σουΐδ. ἐν λ. Βησᾶς ἔστηκε.
|lstext='''παταγώδης''': -ες, ὁ ποιῶν πάταγον, [[θορυβώδης]], ὕποπτ. [[λέξις]], Σουΐδ. ἐν λ. Βησᾶς ἔστηκε.
}}
{{grml
|mltxt=-ες<br />αυτός που προκαλεί πάταγο («[[παταγώδης]] [[αποτυχία]]»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παταγωδώς</i><br />με πάταγο, θορυβωδώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάταγος]]. Το επίρρ. <i>παταγωδώς</i> μαρτυρείται από το 1892 στην [[εφημερίδα]] <i>Ἀκρόπολις</i>, ενώ το επίθ. [[παταγώδης]] από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Άγγ. Βλάχου].
}}
}}

Latest revision as of 12:15, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

παταγώδης: -ες, ὁ ποιῶν πάταγον, θορυβώδης, ὕποπτ. λέξις, Σουΐδ. ἐν λ. Βησᾶς ἔστηκε.

Greek Monolingual

-ες
αυτός που προκαλεί πάταγο («παταγώδης αποτυχία»).
επίρρ...
παταγωδώς
με πάταγο, θορυβωδώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάταγος. Το επίρρ. παταγωδώς μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ἀκρόπολις, ενώ το επίθ. παταγώδης από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Άγγ. Βλάχου].