πενθεριδεύς: Difference between revisions

From LSJ

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145
(6_8)
(31)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''πενθερῐδεύς''': έως, ὁ, τοῦ πενθεροῦ [[υἱός]], [[ἀνδράδελφος]], ἢ [[γυναικάδελφος]], Συλλ. Ἐπιγρ. 4079.
|lstext='''πενθερῐδεύς''': έως, ὁ, τοῦ πενθεροῦ [[υἱός]], [[ἀνδράδελφος]], ἢ [[γυναικάδελφος]], Συλλ. Ἐπιγρ. 4079.
}}
{{grml
|mltxt=-έως, ὁ, Α<br />ο [[γιος]] του πεθερού, [[ανδράδελφος]] ή [[γυναικάδελφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πενθερός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιδεύς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>αδελφ</i>-<i>ιδεύς</i>), [[κατά]] τα <i>λυκ</i>-<i>ιδεύς</i>, <i>αετ</i>-<i>ιδεύς</i>].
}}
}}

Revision as of 12:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πενθερῐδεύς Medium diacritics: πενθεριδεύς Low diacritics: πενθεριδεύς Capitals: ΠΕΝΘΕΡΙΔΕΥΣ
Transliteration A: pentherideús Transliteration B: pentherideus Transliteration C: pentherideys Beta Code: penqerideu/s

English (LSJ)

έως, ὁ,

   A brother-in-law, CIG4079 (Ancyra), Keil-Premerstein Erster Bericht No.137 (Daldis), 149 (Gordos), Zweiter Bericht No.145(ibid.), BCH8.382, 386 (Lydia) :—later πενθερ-ίδης, ου, ὁ, PLond. 5.1676.8, 37 (vi A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

πενθερῐδεύς: έως, ὁ, τοῦ πενθεροῦ υἱός, ἀνδράδελφος, ἢ γυναικάδελφος, Συλλ. Ἐπιγρ. 4079.

Greek Monolingual

-έως, ὁ, Α
ο γιος του πεθερού, ανδράδελφος ή γυναικάδελφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πενθερός + κατάλ. -ιδεύς (πρβλ. αδελφ-ιδεύς), κατά τα λυκ-ιδεύς, αετ-ιδεύς].