πεπνυμένως: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → Magni est laboris, quicquid est pulchri uspiam → Das Schöne formt in tausendfältgen Mühen sich

Menander, Monostichoi, 176
(6_7)
 
(31)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''πεπνῡμένως''': Ἐπίρρ., συνετῶς, φρονίμως, Στοβ. Ἀνθ. 33 (;).
|lstext='''πεπνῡμένως''': Ἐπίρρ., συνετῶς, φρονίμως, Στοβ. Ἀνθ. 33 (;).
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> με [[σύνεση]], με [[φρόνηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεπνυμένος</i>, μτχ. του [[πέπνυμαι]]].
}}
}}

Revision as of 12:16, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

πεπνῡμένως: Ἐπίρρ., συνετῶς, φρονίμως, Στοβ. Ἀνθ. 33 (;).

Greek Monolingual

Α
επίρρ. με σύνεση, με φρόνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεπνυμένος, μτχ. του πέπνυμαι].