περιβαρίδες: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δι' ἀκριβείας ἐξεταζόμενον → exactly weighed words

Source
(6_4)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιβᾱρίδες''': -αἱ, ([[βᾶρις]]) ὑποδημάτων [[εἶδος]], [[κυρίως]] γυναικείων Ἀριστοφ. Λυσ. 45, Θεόπομπ. Κωμικ. ἐν «Σειρῆσιν» 3, Κηφισόδ. ἐν «Τροφωνίῳ»· ― οὕτω περίβᾱρα, τά, [[Πολυδ]]. Ζϳ, 94, Ἡσύχ., Φώτ.
|lstext='''περιβᾱρίδες''': -αἱ, ([[βᾶρις]]) ὑποδημάτων [[εἶδος]], [[κυρίως]] γυναικείων Ἀριστοφ. Λυσ. 45, Θεόπομπ. Κωμικ. ἐν «Σειρῆσιν» 3, Κηφισόδ. ἐν «Τροφωνίῳ»· ― οὕτω περίβᾱρα, τά, [[Πολυδ]]. Ζϳ, 94, Ἡσύχ., Φώτ.
}}
{{grml
|mltxt=αἱ, Α<br />[[είδος]] γυναικείων [[υποδημάτων]], λεπτοσχιδή σανδάλια διακοσμημένα με χρυσά ανθέμια και άλλα στολίδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για συνθ. λ. με α' συνθετικό την [[πρόθεση]] [[περί]] (<b>πρβλ.</b> <i>περισκελίδες</i>). Αμφίβολη όμως παραμένει η [[προέλευση]] του β' συνθετικού, που θυμίζει τον τ. [[βᾶρις]] «[[είδος]] αιγυπτιακού πλοίου»].
}}
}}

Revision as of 12:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιβᾱρίδες Medium diacritics: περιβαρίδες Low diacritics: περιβαρίδες Capitals: ΠΕΡΙΒΑΡΙΔΕΣ
Transliteration A: peribarídes Transliteration B: peribarides Transliteration C: perivarides Beta Code: peribari/des

English (LSJ)

αἱ, (βᾶρις) a sort of

   A women's shoes, Ar.Lys.45, Theopomp.Com.52, Cephisod.4:—also περίβᾱρα, τά, Poll.7.94, Hsch., Phot.

German (Pape)

[Seite 570] αἱ, eine Art Frauenschuhe; Ar. Lys. 45. 47; Poll. 7, 87 aus Cephisodor.

Greek (Liddell-Scott)

περιβᾱρίδες: -αἱ, (βᾶρις) ὑποδημάτων εἶδος, κυρίως γυναικείων Ἀριστοφ. Λυσ. 45, Θεόπομπ. Κωμικ. ἐν «Σειρῆσιν» 3, Κηφισόδ. ἐν «Τροφωνίῳ»· ― οὕτω περίβᾱρα, τά, Πολυδ. Ζϳ, 94, Ἡσύχ., Φώτ.

Greek Monolingual

αἱ, Α
είδος γυναικείων υποδημάτων, λεπτοσχιδή σανδάλια διακοσμημένα με χρυσά ανθέμια και άλλα στολίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για συνθ. λ. με α' συνθετικό την πρόθεση περί (πρβλ. περισκελίδες). Αμφίβολη όμως παραμένει η προέλευση του β' συνθετικού, που θυμίζει τον τ. βᾶρις «είδος αιγυπτιακού πλοίου»].