περιβαρίδες

From LSJ

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιβᾱρίδες Medium diacritics: περιβαρίδες Low diacritics: περιβαρίδες Capitals: ΠΕΡΙΒΑΡΙΔΕΣ
Transliteration A: peribarídes Transliteration B: peribarides Transliteration C: perivarides Beta Code: peribari/des

English (LSJ)

αἱ, (βᾶρις) a sort of women's shoes, Ar.Lys.45, Theopomp.Com.52, Cephisod.4:—also περίβαρα, τά, Poll.7.94, Hsch., Phot.

German (Pape)

[Seite 570] αἱ, eine Art Frauenschuhe; Ar. Lys. 45. 47; Poll. 7, 87 aus Cephisodor.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιβᾱρίδες -ων, αἱ [περί, βαρύς] peribarides (een soort damesschoenen).

Russian (Dvoretsky)

περιβᾱρίδες: ίδων (ῐ) αἱ (женские) башмаки Arph.

Greek Monolingual

αἱ, Α
είδος γυναικείων υποδημάτων, λεπτοσχιδή σανδάλια διακοσμημένα με χρυσά ανθέμια και άλλα στολίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για συνθ. λ. με α' συνθετικό την πρόθεση περί (πρβλ. περισκελίδες). Αμφίβολη όμως παραμένει η προέλευση του β' συνθετικού, που θυμίζει τον τ. βᾶρις «είδος αιγυπτιακού πλοίου»].

Greek (Liddell-Scott)

περιβᾱρίδες: -αἱ, (βᾶρις) ὑποδημάτων εἶδος, κυρίως γυναικείων Ἀριστοφ. Λυσ. 45, Θεόπομπ. Κωμικ. ἐν «Σειρῆσιν» 3, Κηφισόδ. ἐν «Τροφωνίῳ»· ― οὕτω περίβᾱρα, τά, Πολυδ. Ζϳ, 94, Ἡσύχ., Φώτ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f. pl.
Meaning: kind of womens shoes (Com.).
Other forms: also περίβαρα n. pl. id. (Poll., H., Phot.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Formation like περισκελίδες foot-clasps, -rings, but further unclear foreign word. Comically after βᾶρις Egypt. name of a ship ? Illyrian hypothesis, to ne rejected, by v. Blumenthal Hesychst. 5 A. 1.

Frisk Etymology German

περιβαρίδες: {peribārídes}
Forms: auch περίβαρα n. pl. ib. (Poll., H., Phot.).
Grammar: f. pl.
Meaning: Art Frauenschuhe (Kom.);
Etymology: Bildung wie περισκελίδες ‘Fuß-spangen, -ringe’, aber sonst dunkles Fremdwort. Scherzhaft nach βᾶρις ägypt. Ben. eines Nachens ? Abzulehnende illyrische Hypothese bei v. Blumenthal Hesychst. 5 A. 1.
Page 2,513

English (Woodhouse)

woman's shoes

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)