περιρρήδην: Difference between revisions

From LSJ

σύ με μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν → so you intend acting the procurer

Source
(6_6)
(32)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιρρήδην''': Ἐπίρρ. τοῦ ἑπομέν. (σημασ. ΙΙ), Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1581.
|lstext='''περιρρήδην''': Ἐπίρρ. τοῦ ἑπομέν. (σημασ. ΙΙ), Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1581.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> με τρόπο ολισθηρό, γλιστερά, σε [[θέση]] ή [[σχήμα]] επικλινές, κατηφορικά, απόκρημνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[περιρρηδής]] [[κατά]] τα επιρρ. σε -<i>δην</i> (<b>πρβλ.</b> <i>άρ</i>-<i>δην</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιρρήδην Medium diacritics: περιρρήδην Low diacritics: περιρρήδην Capitals: ΠΕΡΙΡΡΗΔΗΝ
Transliteration A: perirrḗdēn Transliteration B: perirrēdēn Transliteration C: perirridin Beta Code: perirrh/dhn

English (LSJ)

Adv. of sq. 11,

   A sloping, A.R.4.1581.

Greek (Liddell-Scott)

περιρρήδην: Ἐπίρρ. τοῦ ἑπομέν. (σημασ. ΙΙ), Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1581.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. με τρόπο ολισθηρό, γλιστερά, σε θέση ή σχήμα επικλινές, κατηφορικά, απόκρημνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιρρηδής κατά τα επιρρ. σε -δην (πρβλ. άρ-δην)].