περιόρισμα: Difference between revisions
From LSJ
(6_22) |
(32) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περιόρισμα''': τό, τὸ δι’ ὁρίων ὁριζόμενον, [[τόπος]] περίκλειστος, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 13. 62, Φώτ., Σουΐδ. ἐν λ. οὐρούς. | |lstext='''περιόρισμα''': τό, τὸ δι’ ὁρίων ὁριζόμενον, [[τόπος]] περίκλειστος, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 13. 62, Φώτ., Σουΐδ. ἐν λ. οὐρούς. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, ΜΑ [[περιορίζω]]<br />[[περίκλειστος]] [[τόπος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:16, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A anything surrounded by boundaries, enclosed place, Sch.Pi.O.13.62, Phot. s.v. οὐρούς.
German (Pape)
[Seite 585] τό, das Umgränzte, Bestimmte, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
περιόρισμα: τό, τὸ δι’ ὁρίων ὁριζόμενον, τόπος περίκλειστος, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 13. 62, Φώτ., Σουΐδ. ἐν λ. οὐρούς.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ περιορίζω
περίκλειστος τόπος.