περισσόλοφος: Difference between revisions
From LSJ
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
(6_17) |
(32) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περισσόλοφος''': -ον, ὁ ἔχων εἰς ὑπερβολὴν μέγαν λόφον, Ὀππ. Κ. 7. 369. | |lstext='''περισσόλοφος''': -ον, ὁ ἔχων εἰς ὑπερβολὴν μέγαν λόφον, Ὀππ. Κ. 7. 369. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει υπερβολικά μεγάλο [[λοφίο]] περικεφαλαίας («[[περισσόλοφος]] [[πήληξ]]», Οππ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[περισσός]] <span style="color: red;">+</span> [[λόφος]] (<b>πρβλ.</b> <i>χρυσό</i>-<i>λοφος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:16, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A with an over-big crest, Opp.C.3.369.
German (Pape)
[Seite 592] mit einem übermäßig großen Federbusche, πήληξ, Opp. Cyn. 3, 369.
Greek (Liddell-Scott)
περισσόλοφος: -ον, ὁ ἔχων εἰς ὑπερβολὴν μέγαν λόφον, Ὀππ. Κ. 7. 369.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει υπερβολικά μεγάλο λοφίο περικεφαλαίας («περισσόλοφος πήληξ», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + λόφος (πρβλ. χρυσό-λοφος)].