περιπλεκής: Difference between revisions
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
(6_7) |
(32) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περιπλεκής''': -ές, = [[περίπλεκτος]], Νόνν. Δ. 12, 199. | |lstext='''περιπλεκής''': -ές, = [[περίπλεκτος]], Νόνν. Δ. 12, 199. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, Μ<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[περίπλεκτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πλεκής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλέκος]] <span style="color: red;"><</span> [[πλέκω]]), <b>πρβλ.</b> <i>συμ</i>-<i>πλεκής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:17, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A = περίπλεκτος, Nonn.D.12.199.
German (Pape)
[Seite 587] ές, = Folgdm, Nonn. D. 12, 199.
Greek (Liddell-Scott)
περιπλεκής: -ές, = περίπλεκτος, Νόνν. Δ. 12, 199.
Greek Monolingual
-ές, Μ
(ποιητ. τ.) περίπλεκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -πλεκής (< πλέκος < πλέκω), πρβλ. συμ-πλεκής].