περιωδυνία: Difference between revisions
ἀπομυξάμενος, ὦ Δῆμέ, μου πρὸς τὴν κεφαλὴν ἀποψῶ → blow your nose, Demos, and wipe your hand on my head
(Bailly1_4) |
(32) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />vive douleur.<br />'''Étymologie:''' [[περιώδυνος]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />vive douleur.<br />'''Étymologie:''' [[περιώδυνος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, Α [[περιώδυνος]]<br />[[μεγάλη]] [[οδύνη]], ισχυρότατος [[πόνος]] («τρώσεις... καὶ περιωδυνίαι», <b>Αριστοτ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:17, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A excessive pain, Pl.R.583d ; opp. περιχάρεια, Id.Lg. 732c ; of headache, Hp.Aff.2 : in pl., αἱ ἀπὸ τῶν φρενῶν π. Id.Acut. (Sp.) 34 ; ἥπατος π. ib.4 ; οἱ θάνατοι καὶ π. Arist.Po.1452b12.
German (Pape)
[Seite 601] ἡ, großer, übermäßiger Schmerz; Hippocr.; Ggstz περιχάρεια, Plat. Legg. V, 732 c; Sp., wie Plut.; ἐκ περιωδυνίας, Lucill. 103 (XI, 264).
Greek (Liddell-Scott)
περιωδῠνία: ἡ, ὑπερβολικὴ ὀδύνη, ἀντίθετ. τῷ περιχάρεια, Πλάτ. Πολ. 583D, Νόμ. 732C· ἐπὶ κεφαλαλγίας, Ἱππ. 516. 38· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. 407. 23· οἱ θάνατοι καὶ π. Ἀριστ. Ποιητ. 11, 10 τῶν φρενῶν Ἱππ. 396. 44.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
vive douleur.
Étymologie: περιώδυνος.
Greek Monolingual
ἡ, Α περιώδυνος
μεγάλη οδύνη, ισχυρότατος πόνος («τρώσεις... καὶ περιωδυνίαι», Αριστοτ.).