περίσφαλσις: Difference between revisions
From LSJ
ἄλλος Ἡρακλῆς, ἄλλος αὐτός → close friendship, close friend, another Hercules—another self, another Heracles—another self
(6_8) |
(32) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περίσφαλσις''': -εως, ἡ, τὸ περισφάλλεσθαι, ἐμβολὴ ἐκ περισφάλιος, κατὰ περιστροφὴν ἐναρμογὴ τοῦ ἐξαρθρωθέντος ὀστοῦ, Ἱππ. Μοχλ. 852, πρβλ. 795C. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 491. | |lstext='''περίσφαλσις''': -εως, ἡ, τὸ περισφάλλεσθαι, ἐμβολὴ ἐκ περισφάλιος, κατὰ περιστροφὴν ἐναρμογὴ τοῦ ἐξαρθρωθέντος ὀστοῦ, Ἱππ. Μοχλ. 852, πρβλ. 795C. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 491. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-άλσεως, ἡ, Α [[περισφάλλω]]<br /><b>1.</b> [[σκόνταμμα]], [[πέσιμο]]<br /><b>2.</b> [[ανατροπή]], [[αναποδογύρισμα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:17, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, Ion. ιος, ἡ,
A causing to slip round, ἐμβολὴ ἐκ π. in reduction of a dislocation, Id.Mochl.15, cf. Art.25.
German (Pape)
[Seite 595] ἡ, das Umwerfen, Um schlagen, Umfallen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
περίσφαλσις: -εως, ἡ, τὸ περισφάλλεσθαι, ἐμβολὴ ἐκ περισφάλιος, κατὰ περιστροφὴν ἐναρμογὴ τοῦ ἐξαρθρωθέντος ὀστοῦ, Ἱππ. Μοχλ. 852, πρβλ. 795C. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 491.
Greek Monolingual
-άλσεως, ἡ, Α περισφάλλω
1. σκόνταμμα, πέσιμο
2. ανατροπή, αναποδογύρισμα.