περιώγανα: Difference between revisions
From LSJ
Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft
(6_4) |
(32) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περιώγανα''': «ἐπίσωστρα. οἱ δὲ τὰς κνημίας, αἳ περιπήγνυνται ταῖς ἁμάξαις» Ἡσύχ. | |lstext='''περιώγανα''': «ἐπίσωστρα. οἱ δὲ τὰς κνημίας, αἳ περιπήγνυνται ταῖς ἁμάξαις» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὰ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) «ἐπίσσωτρα» <br />β) «οἱ δὲ τὰς κνημίας, αἵ περιπήγνυται ταῑς άμάξαις».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὤγανον]]<br /><i>κνημὶς ἁμάξης</i>, <b>Ησύχ.</b>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:17, 29 September 2017
English (LSJ)
ἐπίσσωτρα, Hsch. II = κνημίαι 11.1, Id.
Greek (Liddell-Scott)
περιώγανα: «ἐπίσωστρα. οἱ δὲ τὰς κνημίας, αἳ περιπήγνυνται ταῖς ἁμάξαις» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
τὰ, Α
(κατά τον Ησύχ.) α) «ἐπίσσωτρα»
β) «οἱ δὲ τὰς κνημίας, αἵ περιπήγνυται ταῑς άμάξαις».
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ὤγανον
κνημὶς ἁμάξης, Ησύχ.].