πλατός: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil

Source
(Bailly1_4)
(32)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />dont on peut s’approcher.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[πελάω]].
|btext=ή, όν :<br />dont on peut s’approcher.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[πελάω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α<br />αυτός τον οποίο μπορεί να πλησιάσει [[κανείς]], [[ευπρόσιτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. ανάγεται στη δισύλλαβη [[ρίζα]] <i>pel</i><i>ā</i>-/ <i>pel</i><i>ә</i><sub>2</sub>- (<b>βλ. λ.</b> [[πέλας]]) με μηδενισμένο το πρώτο [[φωνήεν]] και απαθές το δεύτερο].
}}
}}

Revision as of 12:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾱτός Medium diacritics: πλατός Low diacritics: πλατός Capitals: ΠΛΑΤΟΣ
Transliteration A: platós Transliteration B: platos Transliteration C: platos Beta Code: plato/s

English (LSJ)

ή, όν, (πελάζω)

   A approachable, οὐ πλατοῖσι φυσιάμασι A.Eu. 53 (Elmsl. for πλαστοῖσι, cf. πλατά· προσπέλαστα, Phot.).

Greek (Liddell-Scott)

πλᾱτός: -ή, -όν, (πελάζω) ὃν δύναταί τις νὰ πλησιάσῃ, οὐ πλατοῖσι φυσιάμασι Αἰσχύλ. Εὐμ. 53, ἐκ διορθώσ. τοῦ Elmsl, (Εὐρ. Μήδ. 149) ἀντὶ πλαστοῖσι· ― ὅμοιον σφάλμα συνεχῶς ἀπαντᾷ ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις, ἄπλαστος ἀντὶ ἄπλατος. Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Ἀρκάδ. 79. 13, Φώτ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
dont on peut s’approcher.
Étymologie: adj. verb. de πελάω.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
αυτός τον οποίο μπορεί να πλησιάσει κανείς, ευπρόσιτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στη δισύλλαβη ρίζα pelā-/ pelә2- (βλ. λ. πέλας) με μηδενισμένο το πρώτο φωνήεν και απαθές το δεύτερο].