πλατύστερνος: Difference between revisions
From LSJ
(6_17) |
(33) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πλατύστερνος''': -ον, ὁ ἔχων πλατὺ [[στῆθος]], κύνες Γεωπ. 19. 2, 1. | |lstext='''πλατύστερνος''': -ον, ὁ ἔχων πλατὺ [[στῆθος]], κύνες Γεωπ. 19. 2, 1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[πλατύστερνος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει πλατύ, ευρύ [[στέρνο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πλατυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[στέρνον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:18, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A broad-breasted, κύνες Gp.19.2.1: Sup., Ruf. Onom.74.
German (Pape)
[Seite 627] mit breiter Brust, Geopon.
Greek (Liddell-Scott)
πλατύστερνος: -ον, ὁ ἔχων πλατὺ στῆθος, κύνες Γεωπ. 19. 2, 1.
Greek Monolingual
-η, -ο / πλατύστερνος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει πλατύ, ευρύ στέρνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ- + στέρνον.