πνευματοεργός: Difference between revisions

From LSJ

Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801

Source
(6_17)
(33)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''πνευματοεργός''': -όν, ὁ δημιουργὸς τοῦ πνεύματος, τῆς ζωῆς ἢ τῶν πνευμάτων, Συνεσ. Ὕμν. 3. 169.
|lstext='''πνευματοεργός''': -όν, ὁ δημιουργὸς τοῦ πνεύματος, τῆς ζωῆς ἢ τῶν πνευμάτων, Συνεσ. Ὕμν. 3. 169.
}}
{{grml
|mltxt=-όν, Α<br />[[δημιουργός]] του πνεύματος, της ζωής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πνεῦμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>εργος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]) <b>πρβλ.</b> <i>αρματό</i>-<i>εργος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:18, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 640] den Geist hervorbringend, Synes.

Greek (Liddell-Scott)

πνευματοεργός: -όν, ὁ δημιουργὸς τοῦ πνεύματος, τῆς ζωῆς ἢ τῶν πνευμάτων, Συνεσ. Ὕμν. 3. 169.

Greek Monolingual

-όν, Α
δημιουργός του πνεύματος, της ζωής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πνεῦμα, -ατος + -εργος (< ἔργον) πρβλ. αρματό-εργος].