ποικιλάνιος: Difference between revisions

From LSJ

ὀρχούμενός τις καὶ τὴν τοῦ Κρόνου τεκνοφαγίαν παρωρχεῖτο → a dancer was presenting Kronos who devoured his children, an actor portrayed Kronos who devoured his children

Source
(SL_2)
(33)
Line 18: Line 18:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>ποικῐλᾱνιος, -ον</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[with]] [[embroidered]] [[reins]] ποικιλανίους πώλους (P. 2.8)
|sltr=<b>ποικῐλᾱνιος, -ον</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[with]] [[embroidered]] [[reins]] ποικιλανίους πώλους (P. 2.8)
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>δωρ. τ.</b>) αυτός που έχει στολισμένα τα λουριά του χαλινού («ποικιλανίους ἐδάμασσε πώλους», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δωρ. τ. του αμάρτυρου [[ποικιλήνιος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ποικίλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ήνιος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἡνία]]), <b>πρβλ.</b> <i>χρυσ</i>-<i>ήνιος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποικῐλάνιος Medium diacritics: ποικιλάνιος Low diacritics: ποικιλάνιος Capitals: ΠΟΙΚΙΛΑΝΙΟΣ
Transliteration A: poikilánios Transliteration B: poikilanios Transliteration C: poikilanios Beta Code: poikila/nios

English (LSJ)

[ᾱ], ον, Dor. for -ήνιος,

   A with broidered reins, Pi.P.2.8.

Greek (Liddell-Scott)

ποικιλάνιος: -ον, Δωρ. ἀντὶ -ήνιος, ὁ ἔχων πεποικιλμένας τὰς ἡνίας, Πινδ. Π. 2. 14.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux rênes de couleurs variées.
Étymologie: ποικίλος, ἡνία.

English (Slater)

ποικῐλᾱνιος, -ον
   1 with embroidered reins ποικιλανίους πώλους (P. 2.8)

Greek Monolingual

-ον, Α
(δωρ. τ.) αυτός που έχει στολισμένα τα λουριά του χαλινού («ποικιλανίους ἐδάμασσε πώλους», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. του αμάρτυρου ποικιλήνιος (< ποικίλος + -ήνιος < ἡνία), πρβλ. χρυσ-ήνιος].