πολυέλιξ: Difference between revisions

From LSJ

πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένοςexcept for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women

Source
(6_12)
(33)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολυέλιξ''': -ικος, ὁ, ἡ, = τῷ προηγ., Φαβωρ. ἐν λέξ. [[τετραέλιξ]].
|lstext='''πολυέλιξ''': -ικος, ὁ, ἡ, = τῷ προηγ., Φαβωρ. ἐν λέξ. [[τετραέλιξ]].
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, ἡ, Α<br />[[πολυέλικτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἕλιξ]], <i>ἡ</i>, «[[έλικας]]» (<b>πρβλ.</b> <i>τετρα</i>-[[έλιξ]])].
}}
}}

Revision as of 12:19, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 662] ὁ, ἡ, = πολυέλικτος, Phavor.

Greek (Liddell-Scott)

πολυέλιξ: -ικος, ὁ, ἡ, = τῷ προηγ., Φαβωρ. ἐν λέξ. τετραέλιξ.

Greek Monolingual

ὁ, ἡ, Α
πολυέλικτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ἕλιξ, , «έλικας» (πρβλ. τετρα-έλιξ)].