τετραέλιξ

From LSJ

τοῖς ὕδασι σύντροφα τῶν ἐκ γῆς ἀναβλαστανόντων → which jointly with water nourish growing plants

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετραέλιξ Medium diacritics: τετραέλιξ Low diacritics: τετραέλιξ Capitals: ΤΕΤΡΑΕΛΙΞ
Transliteration A: tetraélix Transliteration B: tetraelix Transliteration C: tetraeliks Beta Code: tetrae/lic

English (LSJ)

ῐκος, ὁ, ἡ, four times wound round: τετραέλιξ, ἡ, a plant of the thistle kind, Id.; τετράλιξ in codd. of Thphr. HP 6.4.4.

German (Pape)

[Seite 1097] ικος, ὁ, ἡ, viermal gewunden, herumgeschlungen; ἡ τετραέλιξ, eine distelartige Pflanze, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

τετραέλιξ: ῐκος, ὁ, ἡ, ὁ τετράκις περιειλημμένος ἢ πολυέλιξ· τετραέλιξ, ἡ, φυτόν τι ἀκανθοειδές, Ἡσύχ.· τετράλιξ ἐν Ἀντιγράφοις τοῦ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 4, 4.

Greek Monolingual

-ικος, ό, ἡ, Α
1. αυτός που έχει περιτυλιχθεί τέσσερεις φορές
2. το θηλ.τετραέλιξ
είδος ακανθοειδούς φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + ἕλιξ, -ικος].