πολλύνομαι: Difference between revisions
From LSJ
ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals
(6_20) |
(33) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολλύνομαι''': παθ., [[γίνομαι]] [[πολύς]], «πολλύνεται· πολὺς γίνεται, αὐξάνει, πληθύνει» Φώτ. 441, 7. | |lstext='''πολλύνομαι''': παθ., [[γίνομαι]] [[πολύς]], «πολλύνεται· πολὺς γίνεται, αὐξάνει, πληθύνει» Φώτ. 441, 7. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br />([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) [[γίνομαι]] [[πολύς]], αυξάνομαι, πληθύνομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πολλ</i>(<i>ο</i>)- του [[πολύς]] <span style="color: red;">+</span> ρημ. κατάλ. -<i>ύνω</i> / -<i>ύνομαι</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μηκ</i>-<i>ύνομαι</i>, <i>πληθ</i>-<i>ύνομαι</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:19, 29 September 2017
English (LSJ)
Pass.,
A to be multiplied, Phot.
Greek (Liddell-Scott)
πολλύνομαι: παθ., γίνομαι πολύς, «πολλύνεται· πολὺς γίνεται, αὐξάνει, πληθύνει» Φώτ. 441, 7.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Φώτ.) γίνομαι πολύς, αυξάνομαι, πληθύνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πολλ(ο)- του πολύς + ρημ. κατάλ. -ύνω / -ύνομαι (πρβλ. μηκ-ύνομαι, πληθ-ύνομαι)].