πολλύνομαι

From LSJ

ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολλύνομαι Medium diacritics: πολλύνομαι Low diacritics: πολλύνομαι Capitals: ΠΟΛΛΥΝΟΜΑΙ
Transliteration A: pollýnomai Transliteration B: pollynomai Transliteration C: pollynomai Beta Code: pollu/nomai

English (LSJ)

Pass., to be multiplied, Phot.

Greek (Liddell-Scott)

πολλύνομαι: παθ., γίνομαι πολύς, «πολλύνεται· πολὺς γίνεται, αὐξάνει, πληθύνει» Φώτ. 441, 7.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Φώτ.) γίνομαι πολύς, αυξάνομαι, πληθύνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πολλ(ο)- του πολύς + ρημ. κατάλ. -ύνω / -ύνομαι (πρβλ. μηκύνομαι, πληθύνομαι)].