πολυθερής: Difference between revisions
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
(6_7) |
(33) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολῠθερής''': -ές, ([[θέρω]]) ὁ πολλοὺς τρέφων, Σχόλ. εἰς Σοφ. Τρ. 191. | |lstext='''πολῠθερής''': -ές, ([[θέρω]]) ὁ πολλοὺς τρέφων, Σχόλ. εἰς Σοφ. Τρ. 191. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, Α<br />(για ζώα) αυτός που τρέφει πολλούς, [[πολύβοσκος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>θερής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θέρος]], <i>το</i>), <b>πρβλ.</b> <i>βου</i>-<i>θερής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:19, 29 September 2017
English (LSJ)
ές, glosson βουθερής, Sch.S.Tr.188.
German (Pape)
[Seite 663] ές, viel weidend, = βουθερής, Schol. Soph. Trach. 191.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠθερής: -ές, (θέρω) ὁ πολλοὺς τρέφων, Σχόλ. εἰς Σοφ. Τρ. 191.
Greek Monolingual
-ές, Α
(για ζώα) αυτός που τρέφει πολλούς, πολύβοσκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -θερής (< θέρος, το), πρβλ. βου-θερής].