πολύοζος: Difference between revisions
From LSJ
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
(6_17) |
(33) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολύοζος''': -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς κλάδους, φλέβες Διογεν. Ἀπολλ. παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 2, 8· ἐπὶ δένδρων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 13, 3., 7. 2, 8. | |lstext='''πολύοζος''': -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς κλάδους, φλέβες Διογεν. Ἀπολλ. παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 2, 8· ἐπὶ δένδρων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 13, 3., 7. 2, 8. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει πολλούς όζους, [[πολλά]] κλαδιά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὄζος]] (Ι) «[[κλαδί]], [[βλαστός]]» (<b>πρβλ.</b> <i>ά</i>-<i>οζος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:19, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A with many branches, φλέβες Diog.Apoll.6; of trees, Thphr.HP 3.13.3,7.2.8: Comp., κλάδοι ib.1.8.5.
German (Pape)
[Seite 667] vielzweigig; Theophr.; auch φλέβες, Arist. H. A. 3, 2.
Greek (Liddell-Scott)
πολύοζος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς κλάδους, φλέβες Διογεν. Ἀπολλ. παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 2, 8· ἐπὶ δένδρων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 13, 3., 7. 2, 8.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει πολλούς όζους, πολλά κλαδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ὄζος (Ι) «κλαδί, βλαστός» (πρβλ. ά-οζος)].