πολύσωρος: Difference between revisions

From LSJ

τῶν οἰκιῶν ὑμῶν ἐμπιπραμένων αὐτοὶ ᾄδετε → your homes are on fire and all you can do is sing

Source
(Bailly1_4)
(33)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui fournit d’abondants monceaux (de blé).<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[σωρός]].
|btext=ος, ον :<br />qui fournit d’abondants monceaux (de blé).<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[σωρός]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />([[κυρίως]] ως [[προσωνυμία]] της Δήμητρος) αυτός που έχει πολλούς ή μεγάλους σωρούς σιτηρών.
}}
}}

Revision as of 12:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύσωρος Medium diacritics: πολύσωρος Low diacritics: πολύσωρος Capitals: ΠΟΛΥΣΩΡΟΣ
Transliteration A: polýsōros Transliteration B: polysōros Transliteration C: polysoros Beta Code: polu/swros

English (LSJ)

ον,

   A rich in heaps of corn, of Demeter, AP6.258 (Adaeus).

German (Pape)

[Seite 674] mit vielen od. großen Getreidehaufen, Beiname der Demeter, Add. 1 (VI, 258).

Greek (Liddell-Scott)

πολύσωρος: -ον, ὁ ἔχων ἀφθόνους σωροὺς σίτου, ἐπὶ τῆς Δήμητρος, Ἀνθ. Π. 6. 258.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fournit d’abondants monceaux (de blé).
Étymologie: πολύς, σωρός.

Greek Monolingual

-ον, Α
(κυρίως ως προσωνυμία της Δήμητρος) αυτός που έχει πολλούς ή μεγάλους σωρούς σιτηρών.