πολύφερνος: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source
(6_15)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολύφερνος''': -ον, (φερνὴ) = [[πολύεδνος]], Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἄεδνον
|lstext='''πολύφερνος''': -ον, (φερνὴ) = [[πολύεδνος]], Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἄεδνον
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολύφερνος]], -ον, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[γυναίκα]]) αυτή που έχει [[μεγάλη]] [[προίκα]] («πολύφερνη [[νύφη]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[γυναίκα]]) αυτή που έλαβε [[πολλά]] γαμήλια δώρα, [[πολύεδνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φερνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φερνή]] «[[προίκα]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ά</i>-<i>φερνος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύφερνος Medium diacritics: πολύφερνος Low diacritics: πολύφερνος Capitals: ΠΟΛΥΦΕΡΝΟΣ
Transliteration A: polýphernos Transliteration B: polyphernos Transliteration C: polyfernos Beta Code: polu/fernos

English (LSJ)

ον, (φερνή)

   A = πολύεδνος, Hsch. s.v. πολύδωρος.

German (Pape)

[Seite 676] = πολύεδνος, Hesych. v. ἄεδνος.

Greek (Liddell-Scott)

πολύφερνος: -ον, (φερνὴ) = πολύεδνος, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἄεδνον

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύφερνος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
(για γυναίκα) αυτή που έχει μεγάλη προίκα («πολύφερνη νύφη»)
αρχ.
(για γυναίκα) αυτή που έλαβε πολλά γαμήλια δώρα, πολύεδνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -φερνος (< φερνή «προίκα»), πρβλ. ά-φερνος].