πορφυροεργής: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
(6_7)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πορφῠροεργής''': -ές, ὁ ἐκ πορφύρας εἰργασμένος, Ἐτυμολ. Μέγ. 63. 46.
|lstext='''πορφῠροεργής''': -ές, ὁ ἐκ πορφύρας εἰργασμένος, Ἐτυμολ. Μέγ. 63. 46.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />κατασκευασμένος με [[πορφύρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πορφύρα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>εργής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]])].
}}
}}

Revision as of 12:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πορφῠροεργής Medium diacritics: πορφυροεργής Low diacritics: πορφυροεργής Capitals: ΠΟΡΦΥΡΟΕΡΓΗΣ
Transliteration A: porphyroergḗs Transliteration B: porphyroergēs Transliteration C: porfyroergis Beta Code: porfuroergh/s

English (LSJ)

ές,

   A wrought of purple, EM63.46.

German (Pape)

[Seite 686] ές, in Purpur arbeitend, E. M.

Greek (Liddell-Scott)

πορφῠροεργής: -ές, ὁ ἐκ πορφύρας εἰργασμένος, Ἐτυμολ. Μέγ. 63. 46.

Greek Monolingual

-ές, Α
κατασκευασμένος με πορφύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + -εργής (< ἔργον)].