προσεπιλέγω: Difference between revisions

From LSJ

Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit

Menander, Monostichoi, 392
(eksahir)
(34)
Line 18: Line 18:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[pronunciar además]]
|esgtx=[[pronunciar además]]
}}
{{grml
|mltxt=ΝΑ [[ἐπιλέγω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(μόνο μέσ.) <i>προσεπιλέγομαι</i><br />παρονομάζομαι, τιτλοφορούμαι επί [[πλέον]], προσεπικαλούμαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> λέω [[κάτι]] επιπροσθέτως, [[προσθέτω]] [[κάτι]] στον λόγο μου («προσεπέλεγον ὅτι πᾱν ὑπομενοῡσιν, εἰ [[πάντως]] τοῡτο κέκριται Ῥοδίοις», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[παίρνω]], [[επιλέγω]] περισσότερα («ταῑς προαιρέσιν εὐθετωτάτων πρὸς τὴν κατάλυσιν τῆς δημοκρατίας προσεπελέξατο», <b>Διόδ.</b>).
}}
}}

Revision as of 12:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσεπιλέγω Medium diacritics: προσεπιλέγω Low diacritics: προσεπιλέγω Capitals: ΠΡΟΣΕΠΙΛΕΓΩ
Transliteration A: prosepilégō Transliteration B: prosepilegō Transliteration C: prosepilego Beta Code: prosepile/gw

English (LSJ)

   A say still further, τοῖς εἰρημένοις Thphr.CP1.21.7; ὅτι Plb.21.24.14, cf. Phld.Lib. p.50 O.    II Med., pick out or choose besides, D.S.19.6.

German (Pape)

[Seite 761] (s. λέγω), noch dazu sagen, hinzusetzen, Pol. 22, 7, 14.

Greek (Liddell-Scott)

προσεπιλέγω: λέγω ἔτι περαιτέρω, τοῖς εἰρημένοις Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 21, 7, Πολύβ. 22. 7, 14, κτλ. ΙΙ. Μέσ., λαμβάνω, ἐκλέγω προσέτι, Διόδ. 19, 6.

Spanish

pronunciar además

Greek Monolingual

ΝΑ ἐπιλέγω
νεοελλ.
(μόνο μέσ.) προσεπιλέγομαι
παρονομάζομαι, τιτλοφορούμαι επί πλέον, προσεπικαλούμαι
αρχ.
1. λέω κάτι επιπροσθέτως, προσθέτω κάτι στον λόγο μου («προσεπέλεγον ὅτι πᾱν ὑπομενοῡσιν, εἰ πάντως τοῡτο κέκριται Ῥοδίοις», Πολ.)
2. μέσ. παίρνω, επιλέγω περισσότερα («ταῑς προαιρέσιν εὐθετωτάτων πρὸς τὴν κατάλυσιν τῆς δημοκρατίας προσεπελέξατο», Διόδ.).