προυλέσι: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source
m (Text replacement - "cf. <b class="b3">([^\s-\.]*?[αΑάΆΒβΓγΔδεΕέΈΖζηΗήΉΘθιΙίΊϊΪΐΚκΛλΜμΝνΞξοΟςόΌΠπΡρΣσΤτυΥυύΎϋΫΰΦφΧχΨψωΩώΏ]+?[^\s-\.]*?)<\/b>" to "cf. $1")
(35)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=proule/si
|Beta Code=proule/si
|Definition=<b class="b3">πεζοῖς ὁπλίταις</b>, Hsch.; cf. [[πρυλέες]].
|Definition=<b class="b3">πεζοῖς ὁπλίταις</b>, Hsch.; cf. [[πρυλέες]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «πεζοῑς ὁπλίταις».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για τ. —πιθ. βοιωτ. ή αιολ. — της δοτ. του τ. [[πρυλέες]]].
}}
}}

Revision as of 12:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προυλέσι Medium diacritics: προυλέσι Low diacritics: προυλέσι Capitals: ΠΡΟΥΛΕΣΙ
Transliteration A: proulési Transliteration B: proulesi Transliteration C: proulesi Beta Code: proule/si

English (LSJ)

πεζοῖς ὁπλίταις, Hsch.; cf. πρυλέες.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «πεζοῑς ὁπλίταις».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τ. —πιθ. βοιωτ. ή αιολ. — της δοτ. του τ. πρυλέες].