προσχίζω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)

Source
(6_3)
(35)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσχίζω''': [[σχίζω]] πρότερον ἢ [[ἔμπροσθεν]], Γλωσσ.
|lstext='''προσχίζω''': [[σχίζω]] πρότερον ἢ [[ἔμπροσθεν]], Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />[[σχίζω]] [[κάτι]] εκ τών προτέρων ή [[μπροστά]] από [[κάτι]] [[άλλο]].
}}
}}

Revision as of 12:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσχίζω Medium diacritics: προσχίζω Low diacritics: προσχίζω Capitals: ΠΡΟΣΧΙΖΩ
Transliteration A: proschízō Transliteration B: proschizō Transliteration C: proschizo Beta Code: prosxi/zw

English (LSJ)

   A slit before or in front, Gloss.

German (Pape)

[Seite 789] vorher spalten, aufschneiden, Sp. vorher spalten, aufschneiden, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προσχίζω: σχίζω πρότερον ἢ ἔμπροσθεν, Γλωσσ.

Greek Monolingual

Α
σχίζω κάτι εκ τών προτέρων ή μπροστά από κάτι άλλο.