προχθεσινός: Difference between revisions
From LSJ
Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt
(6_11) |
(35) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προχθεσῐνός''': -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, Ἐτυμολ. Μέγ. 691. 36. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 335. | |lstext='''προχθεσῐνός''': -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, Ἐτυμολ. Μέγ. 691. 36. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 335. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[προχθεσινός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και προχτεσινός, -ή, -ό, Ν<br />αυτός που έγινε ή συνέβη [[προχθές]] ή αυτός που υπάρχει από [[προχθές]], από την προπροηγούμενη [[ημέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[προχθές]] / <i>προχτές</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σημερ</i>-<i>ινός</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A of the day before yesterday, EM691.56.
German (Pape)
[Seite 799] vorgestrig, E. M. v. πρῷζον.
Greek (Liddell-Scott)
προχθεσῐνός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, Ἐτυμολ. Μέγ. 691. 36. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 335.
Greek Monolingual
-ή, -ό / προχθεσινός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και προχτεσινός, -ή, -ό, Ν
αυτός που έγινε ή συνέβη προχθές ή αυτός που υπάρχει από προχθές, από την προπροηγούμενη ημέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προχθές / προχτές + κατάλ. -ινός (πρβλ. σημερ-ινός)].