προχθές
From LSJ
ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil
English (LSJ)
Adv. the day before yesterday, PLips.37.12 (iv A.D.), Sch. Philostr.Her.p.578 B.
Greek (Liddell-Scott)
προχθές: Ἐπίρρ., ὡς καὶ νῦν, Σχόλ. εἰς Φιλοστρ. Ἡρ. σ. 578 Boisson.· προὐχθὲς (δηλ. προεχθὲς) Bois-on. Ἀνέκδ. 4. 398. Ὁ Ζηκίδ. ἐν Χρ. Λεξ. γράφει: «πρόχθες οὐχὶ προχθές».
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και προχτές Ν, και προὐχθες και προχθές Α
επίρρ. την ημέρα που προηγήθηκε από χθες, πριν από δύο ημέρες, την προπροηγούμενη ημέρα.
German (Pape)
adv., vorgestern, Sp.