προτελευτή: Difference between revisions

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
(6_9)
(35)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''προτελευτή''': ἡ, [[πρότερος]] [[θάνατος]], Παύλ. Ἀλ. Ἀποτελ. σ. 48.
|lstext='''προτελευτή''': ἡ, [[πρότερος]] [[θάνατος]], Παύλ. Ἀλ. Ἀποτελ. σ. 48.
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br />[[πρότερος]] [[θάνατος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. <span style="color: red;"><</span> <i>προτελευτῶ</i> «[[πεθαίνω]] πρωτύτερα»].
}}
}}

Revision as of 12:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προτελευτή Medium diacritics: προτελευτή Low diacritics: προτελευτή Capitals: ΠΡΟΤΕΛΕΥΤΗ
Transliteration A: proteleutḗ Transliteration B: proteleutē Transliteration C: protelefti Beta Code: proteleuth/

English (LSJ)

ἡ,

   A earlier death, Vett. Val.101.2, Paul.Al.M.4.

Greek (Liddell-Scott)

προτελευτή: ἡ, πρότερος θάνατος, Παύλ. Ἀλ. Ἀποτελ. σ. 48.

Greek Monolingual

ἡ, Α
πρότερος θάνατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. < προτελευτῶ «πεθαίνω πρωτύτερα»].