πτωματισμός: Difference between revisions
From LSJ
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
(6_14) |
(35) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πτωμᾰτισμός''': ὁ, (πτωματίζομαι) [[ἐπιληψία]], [[σεληνιασμός]], Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. σ. 277. | |lstext='''πτωμᾰτισμός''': ὁ, (πτωματίζομαι) [[ἐπιληψία]], [[σεληνιασμός]], Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. σ. 277. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α [[πτωματίζομαι]]<br />[[επιληψία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A epilepsy, Ptol.Tetr.153, Cat.Cod.Astr.2.179 (pl., but in both places perh. distinguished from epilepsy).
German (Pape)
[Seite 812] ὁ, die fallende Sucht, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
πτωμᾰτισμός: ὁ, (πτωματίζομαι) ἐπιληψία, σεληνιασμός, Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. σ. 277.
Greek Monolingual
ὁ, Α πτωματίζομαι
επιληψία.