πυραμοειδής: Difference between revisions

From LSJ

Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt

Menander, Monostichoi, 322
(6_7)
(35)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πῡρᾰμοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς πυραμίδα, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 7, 9, Ἀρρ. Ἀνάβ. 5. 7, 8· τὸ πυραμοειδὲς Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 280.
|lstext='''πῡρᾰμοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς πυραμίδα, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 7, 9, Ἀρρ. Ἀνάβ. 5. 7, 8· τὸ πυραμοειδὲς Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 280.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΑ<br />ο όμοιος ως [[προς]] το [[σχήμα]] με [[πυραμίδα]], [[πυραμιδοειδής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ανατ.</b> [[σχηματισμός]] σε [[σχήμα]] πυραμίδας (α. «πυραμοειδές [[οστό]]» β. «[[πυραμοειδής]] μυς της κοιλίας» γ. «[[πυραμοειδής]] μυς του αφτιού» δ. «[[πυραμοειδής]] μυς της [[μύτης]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει προέλθει από το επίθ. [[πυραμιδοειδής]] με [[απλολογία]] (<b>πρβλ.</b> [[ἀμφορεύς]] <span style="color: red;"><</span> [[ἀμφιφορεύς]])].
}}
}}

Revision as of 12:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῡρᾰμοειδής Medium diacritics: πυραμοειδής Low diacritics: πυραμοειδής Capitals: ΠΥΡΑΜΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: pyramoeidḗs Transliteration B: pyramoeidēs Transliteration C: pyramoeidis Beta Code: puramoeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A pyramidal, Thphr.Ign.52; σχῆμα Ph.1.11, cf. Arr.An.5.7.3; τὸ π. S.E.M.10.280; of the human heart, Corp.Herm. 5.6.

German (Pape)

[Seite 820] ές, Pyramiden ähnlich, Arr. An. 5, 7, 8, πλέγματα.

Greek (Liddell-Scott)

πῡρᾰμοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς πυραμίδα, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 7, 9, Ἀρρ. Ἀνάβ. 5. 7, 8· τὸ πυραμοειδὲς Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 280.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
ο όμοιος ως προς το σχήμα με πυραμίδα, πυραμιδοειδής
νεοελλ.
ανατ. σχηματισμός σε σχήμα πυραμίδας (α. «πυραμοειδές οστό» β. «πυραμοειδής μυς της κοιλίας» γ. «πυραμοειδής μυς του αφτιού» δ. «πυραμοειδής μυς της μύτης»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει προέλθει από το επίθ. πυραμιδοειδής με απλολογία (πρβλ. ἀμφορεύς < ἀμφιφορεύς)].