ῥηνοφορεύς: Difference between revisions
From LSJ
μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)
(Bailly1_4) |
(36) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=έως;<br /><i>adj. m.</i><br />vêtu d’une peau d’agneau.<br />'''Étymologie:''' [[ῥήν]], [[φέρω]]. | |btext=έως;<br /><i>adj. m.</i><br />vêtu d’une peau d’agneau.<br />'''Étymologie:''' [[ῥήν]], [[φέρω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=έως, ὁ, Α<br />(ως [[προσωνυμία]] του Διονύσου) αυτός που φοράει [[δέρμα]] αρνιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> βλ λ. <i>ῥήν</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:26, 29 September 2017
English (LSJ)
έως, ὁ,
A clad in sheepskin, of Dionysus, AP9.524.18.
German (Pape)
[Seite 840] ὁ, der einen Schaafpelz trägt, Hymn. in Dionys. (IX, 524, 18).
Greek (Liddell-Scott)
ῥηνοφορεύς: ὁ, ἐνδεδυμένος δορὰν προβάτου, ἓν ἐκ τῶν πολλῶν ἐπιθέτων τοῦ Διονύσου, Ἀνθ. Π. 9. 524, 18.
French (Bailly abrégé)
έως;
adj. m.
vêtu d’une peau d’agneau.
Étymologie: ῥήν, φέρω.
Greek Monolingual
έως, ὁ, Α
(ως προσωνυμία του Διονύσου) αυτός που φοράει δέρμα αρνιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ λ. ῥήν].