ῥιζόφυλλος: Difference between revisions
From LSJ
(6_18) |
(36) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥιζόφυλλος''': -ον, ὁ φύων φύλλα ἀπὸ τῆς ῥίζης, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 4, 9. | |lstext='''ῥιζόφυλλος''': -ον, ὁ φύων φύλλα ἀπὸ τῆς ῥίζης, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 4, 9. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[ῥιζόφυλλος]], -ον, ΝΜΑ<br />(για [[φυτό]]) αυτός που βγάζει φύλλα από πολύ [[χαμηλά]], από τη [[ρίζα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ριζόφυλλο</i><br />[[φύλλο]] που βλαστάνει από τη [[ρίζα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥίζα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φυλλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φύλλον]]), <b>πρβλ.</b> <i>γωνιό</i>-<i>φυλλος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:26, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A with leaves from the root, Thphr. HP6.4.9, 7.11.3.
German (Pape)
[Seite 843] mit Blättern an, von der Wurzel, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ῥιζόφυλλος: -ον, ὁ φύων φύλλα ἀπὸ τῆς ῥίζης, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 4, 9.
Greek Monolingual
-η, -ο / ῥιζόφυλλος, -ον, ΝΜΑ
(για φυτό) αυτός που βγάζει φύλλα από πολύ χαμηλά, από τη ρίζα
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ριζόφυλλο
φύλλο που βλαστάνει από τη ρίζα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + -φυλλος (< φύλλον), πρβλ. γωνιό-φυλλος].