ῥέον: Difference between revisions
From LSJ
Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn
(6_21) |
(36) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥέον''': τό, (ῥέω) = [[ῥυτόν]] (ῥυτὸς ΙΙ.), Ἀστυδάμας παρ’ Ἀθην. 496Ε. | |lstext='''ῥέον''': τό, (ῥέω) = [[ῥυτόν]] (ῥυτὸς ΙΙ.), Ἀστυδάμας παρ’ Ἀθην. 496Ε. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-οντος, τὸ, Α<br />[[είδος]] ποτηριού, το [[ῥυτόν]] («ῥέοντα δώδεχ' ὧν τὰ μὲν δέκ' ἀργυρᾱ ἦν», Αστυδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μτγν. τ. του [[ῥυτόν]] <span style="color: red;"><</span> ρ. <i>ῥέω</i>].———————— <b>(II)</b><br />τὸ, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> <i>ρήο</i>. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:26, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,
A = ῥῆον, rhubarb, Aët.1.347, Alex.Trall.5.5,9.2,12, Paul.Aeg.7.11.59.ῥέονῥέον, οντος, τό, (ῥέω)
A = ῥυτόν (ῥυτός 11), Astyd.3.3.
Greek (Liddell-Scott)
ῥέον: τό, (ῥέω) = ῥυτόν (ῥυτὸς ΙΙ.), Ἀστυδάμας παρ’ Ἀθην. 496Ε.
Greek Monolingual
(I)
-οντος, τὸ, Α
είδος ποτηριού, το ῥυτόν («ῥέοντα δώδεχ' ὧν τὰ μὲν δέκ' ἀργυρᾱ ἦν», Αστυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. του ῥυτόν < ρ. ῥέω].———————— (II)
τὸ, ΜΑ
βλ. ρήο.